- γαυσάδας
- γαυσάδας· ψευδής, Hsch. [full] γαυσαλίτης, an IndianA bird, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) — gēu , gǝu , gū (*sgēu ) English meaning: to bend, curl; a kind of vessel Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben” Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… … Proto-Indo-European etymological dictionary